συμβιβάζονται

συμβιβάζονται
συμβιβάζω
bring together
pres ind mp 3rd pl
συμβιβάζω
bring together
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Έρενφεστ, Πάουλ — (Paul Ehrenfest, Βιέννη 1880 – Άμστερνταμ 1933). Αυστριακός θεωρητικός φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1904) και το 1912 –έπειτα από παραμονή μερικών χρόνων στη Ρωσία– έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν… …   Dictionary of Greek

  • ακυρολογία — Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …   Dictionary of Greek

  • ασύμβατος — Αυτός που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να συνυπάρξει με κάποιον άλλον. α. φάρμακα. Δύο ή περισσότερα φάρμακα που δεν μπορούν να δοθούν μαζί γιατί οι ιδιότητες και η δράση τους δεν συμβιβάζονται ή ανταγωνίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η… …   Dictionary of Greek

  • αμυντικοί μηχανισμοί — Όπως ο οργανισμός διατηρεί τη φυσικοχημική του ισορροπία με την ομοιοστασία, έτσι και ο διανοητικός μηχανισμός ακολουθεί την αρχή της σταθερότητας (Φέχνερ και Φρόιντ) για να ρυθμίζει την εισροή και την εκροή των ερεθισμών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Γιάσπερς, Καρλ — (Karl Jaspers, Όλντενμπουργκ 1883 – 1969). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχοπαθολόγος. Έφτασε στη φιλοσοφία από την ιατρική και την ψυχοπαθολογία, με την οποία ασχολήθηκε σε δύο έργα: Γενική ψυχοπαθολογία (1913) και Ψυχολογία τωνκοσμοθεωριών (1919).… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνισσαι — Τραγωδία του Ευριπίδη. Διδάχτηκε το 4Q9 ή 408 π.Χ. Μαζί με τις τραγωδίες Οινόμαος και Χρύσιππος αποτελούσε τριλογία, η οποία σε διαγωνισμό πήρε το δεύτερο βραβείο. Το έργο αυτό ονομάστηκε έτσι από τον χορό, που τον αποτελούν Φοίνισσες, τις οποίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”